-
1 στοιχος
ὅ1) ряд, линия, вереница(τῶν ἀναβαθμῶν Her.; ὁπλιτῶν Thuc.)
παραλλὰξ καὴ οὐ κατὰ στοῖχον Thuc. — вперемежку, а не по прямой линии;ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. — в три ряда;ἐπὴ στοίχου εἶναι Arph. — стоять рядами, быть выстроенным в линию2) числовой ряд Arst.3) ряд шестов ( для расстановки звероловных сетей) Xen.
См. также в других словарях:
Ψαλμοί — Ποιητικές συνθέσεις που αποτελούν το Ψαλτήριο και στις οποίες η διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης εκφράζεται υπό μορφή προσευχής. Ο χριστιανισμός άντλησε ευρύτατα από τους Ψ. στοιχεία για τις προσευχές. Η κριτική (Χέρμαν Γκούνκελ) διακρίνει… … Dictionary of Greek
προσκύρια — Δεκαπέντε ψαλμοί του Δαβίδ, γνωστοί και ως Ωδαί των αναβαθμών, γιατί τους έψαλλαν οι Εβραίοι στα 15 σκαλοπάτια (αναβαθμοί) που βρίσκονται στην αυλή του ναού της Ιερουσαλήμ. Οι ψαλμοί αυτοί λέγονταν Π. επειδή συχνά επαναλαμβάνεται σε αυτούς η… … Dictionary of Greek
κρηπίδωμα ή κρηπίδα — Ονομασία, στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, του βάθρου πάνω στο οποίο οικοδομείται ένα μνημειακό κτίσμα. Το κ. αποτελείται από τρεις αναβαθμούς (σκαλοπάτια) με διαστάσεις μεγαλύτερες των κανονικών. Ο ανώτερος αναβαθμός αποκαλείται στυλοβάτης,… … Dictionary of Greek
Psalm 130 — (Vulgata: 129) wird oft nach seinem Anfang „Aus der Tiefe rufe ich, Herr, zu Dir“ in der lateinischen Form De profundis benannt. Er wird auch Der sechste Bußpsalm genannt, gehört zu den traditionellen Totengebeten der katholischen Kirche und wird … Deutsch Wikipedia
Песнь восхождения — (ивр. שִׁיר הַמַּעֲלוֹת), общее надписание, которое в синодальном переводе Библии имеют псалмы 119 133 из книги Псалтирь (в масоретской нумерации псалмы 120 134). Следует отметить, что 120 псалом в оригинале имеет чуть изменённое… … Википедия
στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες … Dictionary of Greek
АГСАВАЛИ — [груз. აღსავალი ступень], груз. богослужебный певч. термин. 1. То же, что и антифон на литургии, а также степенны на утрене. Происхождение термина связано с древним надписанием Пс 119 133 (в Септуагинте ̓Ωιδὴ τῶν ἀναβαθμῶν; груз. გალობანი… … Православная энциклопедия
κρόσσαι — κρόσσαι, αἱ (Α) 1. οι επάλξεις τών τειχών και τών πύργων («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.) 2. βαθμίδες, σκαλοπάτια («ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ πυραμίς, ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι»,… … Dictionary of Greek